- δίφθογγος
- οδύο φωνήεντα που προφέρονται σε μια συλλαβή (αϊ, αη, οϊ, οη).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίφθογγος — with two sounds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφθογγος — Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του… … Dictionary of Greek
διφθόγγω — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut nom/voc/acc dual δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθόγγως — δίφθογγος with two sounds adverbial δίφθογγος with two sounds masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφθογγον — δίφθογγος with two sounds masc/fem acc sg δίφθογγος with two sounds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθόγγοις — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθόγγου — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθόγγους — δίφθογγος with two sounds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθόγγων — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθόγγῳ — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)